- εύχομαι
- και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι)1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό|| νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν' ανθήσει το δικό σου» — δηλ. ο Θεός ανταμείβει όσους εύχονται για την ευτυχία τών άλλων και μάλιστα τών εχθρώννεοελλ.-μσν.δίνω την ευχή μου, την ευλογία μου, ευλογώαρχ.1. προσεύχομαι στους θεούς2. δίνω υπόσχεση ότι..., τάζω κάτι3. ισχυρίζομαι, βεβαιώνω, ομολογώ («ἱκέτης δὲ τοι εὔχεται εἶναι», Ομ. Οδ.)4. καυχώμαι, διακηρύσσω, περηφανεύομαι πως... («ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι», Ομ. Οδ.)5. (με αιτ. αντικ.) επιθυμώ ζωηρά κάτι («χρυσόν εὔχονται», Πίνδ.)6. καυχιέμαι, διακηρύσσω κομπαστικά («εὔχεται τό Θήβης ἄστυ... δῃώσειν πυρί», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *eugh- «αγγέλλω, λέγω» (ή και eugwh-, εφόσον στην Ελληνική gwh>χ μετά από υ). Αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. όhate «καυχώμαι, επαινώ» και το αβεστ. aoĵaite «αναγγέλλω, επικαλούμαι». Ο αμφίβολος τ. τού πρτ. εύκτο φαίνεται να αντιστοιχεί στα αβεστ. gathā aogәdā και νεώτ. αβεστ. aoxta. Από παράλληλο ΙΕ θ. *wegwh (*Ә1w-egwh) «επαγγέλλομαι, επαινώ» προέρχονται το λατ. voveo «εύχομαι» και το αρχ. ινδ. vāghat «αυτός που κάνει μια ευχή». Παράλληλο παρεκτεταμένο θ. ευχετ- στο ρ. τής επικής γλώσσας ευχετάομαι / -όομαι (Δεν πρόκειται για μετονοματικό παρ.).ΠΑΡ. ευκταίος, ευκτήριος, ευκτικός, ευχήαρχ.εύγματα, ευκτός, εύχος, ευχωλή.ΣΥΝΘ.: (Α' συνθετικό) αρχ. Εύξιππος, Ευχήνωρ(Β' συνθετικό) απεύχομαι, επεύχομαι, προσεύχομαιαρχ.ανεύχομαι, ενεύχομαι, εξαπεύχομαι, εξεπεύχομαι, εξεύχομαι, κατεύχομαι, μετεύχομαι, προκατεύχομαι, προσεπεύχομαι, προσκατεύχομαι, συγκατεύχομαι, συνεπεύχομαι, συνεύχομαι, υπερεύχομαινεοελλ.αντεπεύχομαι, αντεύχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.